ψηφηφόρος

ψηφηφόρος
-ον, Α
βλ. ψηφοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηφοφόρος — ο, η / ψηφοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α (για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας αρχ. (γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”